αστρατοπέδευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αστρατοπέδευτος < α- στερητικό + στρατοπεδεύω
Επίθετο[επεξεργασία]
αστρατοπέδευτος, -η, -ο
- που δε στρατοπέδευσε
- ο στρατός ήταν κουρασμένος, γιατί είχε μείνει για πολλές ώρες αστρατοπέδευτος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αστρατοπέδευτος
|