αστροφωτογράφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αστροφωτογράφος οι αστροφωτογράφοι
      γενική του/της αστροφωτογράφου των αστροφωτογράφων
    αιτιατική τον/την αστροφωτογράφο τους/τις αστροφωτογράφους
     κλητική αστροφωτογράφε αστροφωτογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αστροφωτογράφος < αστρο- + φωτογράφος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.stɾo.fo.toˈɣɾa.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐στρο‐φω‐το‐γρά‐φος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αστροφωτογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr