ασφαλιστήριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασφαλιστήριος < ασφαλίζω
Επίθετο[επεξεργασία]
ασφαλιστήριος, -α, -ο
- ο σχετικός με μια ασφάλεια, με ένα συμβόλαιο μεταξύ ενός ασφαλιστή και ενός ασφαλιζομένου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασφαλιστήριος
|