ασύγκλητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ασύγκλητος, -η, -ο
- που δεν έχει συγκληθεί
- ο διευθυντής δεν έχει μιλήσει για τη συνέλευση και είναι ακόμα ασύγκλητη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ασύγκλητος
|