ατηγάνητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ατηγάνητος < ατηγάνιστος με επιρροή απ’ το τηγανητός
Επίθετο[επεξεργασία]
ατηγάνητος, -η, -ο
- που δεν έχει τηγανιστεί
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ατηγάνητος
|