ατμόιππος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ατμόιππος οι ατμόιπποι
      γενική του ατμόιππου των ατμόιππων
    αιτιατική τον ατμόιππο τους ατμόιππους
     κλητική ατμόιππε ατμόιπποι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ατμόιππος < (ατμός) ατμό- + ίππος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική cheval-vapeur) [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ατμόιππος αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]