ατραγούδιστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατραγούδιστος η ατραγούδιστη το ατραγούδιστο
      γενική του ατραγούδιστου της ατραγούδιστης του ατραγούδιστου
    αιτιατική τον ατραγούδιστο την ατραγούδιστη το ατραγούδιστο
     κλητική ατραγούδιστε ατραγούδιστη ατραγούδιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατραγούδιστοι οι ατραγούδιστες τα ατραγούδιστα
      γενική των ατραγούδιστων των ατραγούδιστων των ατραγούδιστων
    αιτιατική τους ατραγούδιστους τις ατραγούδιστες τα ατραγούδιστα
     κλητική ατραγούδιστοι ατραγούδιστες ατραγούδιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ατραγούδιστος < α- + τραγουδιστός

Επίθετο[επεξεργασία]

ατραγούδιστος, -η, -ο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]