ατρακάριστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ατρακάριστος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ατρακάριστος, -η, -ο
- που δεν έχει τρακαριστεί
- πωλείται καινούριο, ατρακάριστο αυτοκίνητο μάρκας ...
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ατρακάριστος
|