ατρησία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ατρησία | οι | ατρησίες |
γενική | της | ατρησίας | των | ατρησιών |
αιτιατική | την | ατρησία | τις | ατρησίες |
κλητική | ατρησία | ατρησίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ατρησία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική atrésie < αρχαία ελληνική ἄτρητος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ατρησία θηλυκό
- (ιατρική) απουσία φυσιολογικού ανοίγματος στο σώμα (εκ γενετής ή επίκτητη)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)