αυλακάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.vlaˈka.ris/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐λα‐κά‐ρης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυλακάρης αρσενικό
- (παρωχημένο, επάγγελμα) ο υπεύθυνος για τη χρήση του νερού (για πότισμα, άλεσμα σε νερόμυλο κ.λπ.) που ρέει σε μια αύλακα / ένα αυλάκι
- ※ Γι’ αυτό υπήρχε συμφωνία υπογεγραμμένη μεταξύ καλλιεργητών, μυλωνάδων και κοινότητας για το ποιες και πόσες ώρες θα λειτουργούσε ο μύλος και ποιες και πόσες ώρες θα πότιζαν οι κάτοικοι. Κάπου–κάπου υπήρχαν και μικροτσακωμοί. Για την αποκατάσταση της ηρεμίας παρενέβαινε ο αυλακάρης που είχε επίσημα δικαιώματα. Σχετικά, μου είπε, παλαιότερα, ένας κάτοικος του χωριού, που είχε διατελέσει για αρκετά χρόνια υδρονομέας, ότι ο μύλος άλεθε οχτώ ώρες, συνήθως νυχτερινές, και τις υπόλοιπες δεκαέξι πότιζαν οι γεωργοί τα χωράφια τους. (Αθανάσιος Τσαγκαρσούλης, «Το Καστράκι που χάθηκε. Οι νερόμυλοι», Τα Μετέωρα, 1450 (Καλαμπάκα, 06.05.2022) 22)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυλακάρης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άρης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)