αυταπόδειχτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυταπόδειχτος η αυταπόδειχτη το αυταπόδειχτο
      γενική του αυταπόδειχτου της αυταπόδειχτης του αυταπόδειχτου
    αιτιατική τον αυταπόδειχτο την αυταπόδειχτη το αυταπόδειχτο
     κλητική αυταπόδειχτε αυταπόδειχτη αυταπόδειχτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυταπόδειχτοι οι αυταπόδειχτες τα αυταπόδειχτα
      γενική των αυταπόδειχτων των αυταπόδειχτων των αυταπόδειχτων
    αιτιατική τους αυταπόδειχτους τις αυταπόδειχτες τα αυταπόδειχτα
     κλητική αυταπόδειχτοι αυταπόδειχτες αυταπόδειχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυταπόδειχτος < αυταπόδεικτος < (ελληνιστική κοινήαὐταπόδεικτος

Επίθετο[επεξεργασία]

αυταπόδειχτος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]