αυτοσυνένωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοσυνένωση | οι | αυτοσυνενώσεις |
γενική | της | αυτοσυνένωσης* | των | αυτοσυνενώσεων |
αιτιατική | την | αυτοσυνένωση | τις | αυτοσυνενώσεις |
κλητική | αυτοσυνένωση | αυτοσυνενώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοσυνενώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοσυνένωση < → δείτε τις λέξεις αυτο- και συνένωση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-join
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοσυνένωση θηλυκό
- (βάσεις δεδομένων), (στη σχεσιακή άλγεβρα) η συνένωση (join) μιάς σχέσης (ή πίνακα) με τον εαυτό της, που χρησιμοποιείται όταν πλειάδες (γραμμές) αναφέρονται σε άλλες πλειάδες μέσα στην ίδια σχέση
Υπερώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βάσεις δεδομένων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)