αυτοσυνένωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοσυνένωση οι αυτοσυνενώσεις
      γενική της αυτοσυνένωσης* των αυτοσυνενώσεων
    αιτιατική την αυτοσυνένωση τις αυτοσυνενώσεις
     κλητική αυτοσυνένωση αυτοσυνενώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοσυνενώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοσυνένωση < → δείτε τις λέξεις αυτο- και συνένωση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-join

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αυτοσυνένωση θηλυκό

Υπερώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]