βεδισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βεδισμός | οι | βεδισμοί |
γενική | του | βεδισμού | των | βεδισμών |
αιτιατική | τον | βεδισμό | τους | βεδισμούς |
κλητική | βεδισμέ | βεδισμοί | ||
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βεδισμός < γαλλική védisme < védas, πληθυντικός του véda
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vε.ðiz.ˈmɔs/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βεδισμός αρσενικό
- (ινδουισμός) αρχαία ινδική θρησκεία που βασίζεται στις βέδες
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βέδες