βηματοπορικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βηματοπορικός η βηματοπορική το βηματοπορικό
      γενική του βηματοπορικού της βηματοπορικής του βηματοπορικού
    αιτιατική τον βηματοπορικό τη βηματοπορική το βηματοπορικό
     κλητική βηματοπορικέ βηματοπορική βηματοπορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βηματοπορικοί οι βηματοπορικές τα βηματοπορικά
      γενική των βηματοπορικών των βηματοπορικών των βηματοπορικών
    αιτιατική τους βηματοπορικούς τις βηματοπορικές τα βηματοπορικά
     κλητική βηματοπορικοί βηματοπορικές βηματοπορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βηματοπορικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

βηματοπορικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]