βιομηχανοποιήσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βιομηχανοποιήσιμος η βιομηχανοποιήσιμη το βιομηχανοποιήσιμο
      γενική του βιομηχανοποιήσιμου της βιομηχανοποιήσιμης του βιομηχανοποιήσιμου
    αιτιατική τον βιομηχανοποιήσιμο τη βιομηχανοποιήσιμη το βιομηχανοποιήσιμο
     κλητική βιομηχανοποιήσιμε βιομηχανοποιήσιμη βιομηχανοποιήσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βιομηχανοποιήσιμοι οι βιομηχανοποιήσιμες τα βιομηχανοποιήσιμα
      γενική των βιομηχανοποιήσιμων των βιομηχανοποιήσιμων των βιομηχανοποιήσιμων
    αιτιατική τους βιομηχανοποιήσιμους τις βιομηχανοποιήσιμες τα βιομηχανοποιήσιμα
     κλητική βιομηχανοποιήσιμοι βιομηχανοποιήσιμες βιομηχανοποιήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιομηχανοποιήσιμος < βιομηχανοποιώ + -ιμος

Επίθετο[επεξεργασία]

βιομηχανοποιήσιμος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]