βιοτικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα βιοτικά
      γενική των βιοτικών
    αιτιατική τα βιοτικά
     κλητική βιοτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιοτικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βιοτικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vi.o.tiˈka/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βιοτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. τα σχετικά με τον βίο
  2. τα απαραίτητα για τη ζωή και την επιβίωση κάποιου, τα στοιχειώδη, τα χρειαζούμενα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

βιοτικά