βιοψυχοκοινωνικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βιοψυχοκοινωνικός η βιοψυχοκοινωνική το βιοψυχοκοινωνικό
      γενική του βιοψυχοκοινωνικού της βιοψυχοκοινωνικής του βιοψυχοκοινωνικού
    αιτιατική τον βιοψυχοκοινωνικό τη βιοψυχοκοινωνική το βιοψυχοκοινωνικό
     κλητική βιοψυχοκοινωνικέ βιοψυχοκοινωνική βιοψυχοκοινωνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βιοψυχοκοινωνικοί οι βιοψυχοκοινωνικές τα βιοψυχοκοινωνικά
      γενική των βιοψυχοκοινωνικών των βιοψυχοκοινωνικών των βιοψυχοκοινωνικών
    αιτιατική τους βιοψυχοκοινωνικούς τις βιοψυχοκοινωνικές τα βιοψυχοκοινωνικά
     κλητική βιοψυχοκοινωνικοί βιοψυχοκοινωνικές βιοψυχοκοινωνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιοψυχοκοινωνικός < βιο- + ψυχοκοινωνικός

Επίθετο[επεξεργασία]

βιοψυχοκοινωνικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]