βισμούθιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
|

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βισμούθιο < (λόγιο δάνειο) γαλλική bismuth[1] < εκλατινισμένη ονομασία bismuthum[2] < πιθανόν από weiß (λευκή) + Masse (μάζα)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βισμούθιο | τα | βισμούθια |
γενική | του | βισμούθιου | των | βισμούθιων |
αιτιατική | το | βισμούθιο | τα | βισμούθια |
κλητική | βισμούθιο | βισμούθια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βισμούθιο ουδέτερο
- (χημεία) χημικό στοιχείο, μέταλλο με ατομικό αριθμό 83 και χημικό σύμβολο το Bi
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
βισμούθιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βισμούθιο
[επεξεργασία]
- ↑ βισμούθιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ bismuth - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
Κατηγορίες:
- Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)