βιτσιόζος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βιτσιόζος < (άμεσο δάνειο) ιταλική vizioso + -ς < vizio
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /viˈt͡si̯o.zos/ & /viˈt͡sço.zos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐τσιό‐ζος
Επίθετο[επεξεργασία]
βιτσιόζος αρσενικό (θηλυκό βιτσιόζα)
- αυτός που έχει βίτσια
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βίτσιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ς (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)