Μετάβαση στο περιεχόμενο

βολβοειδής

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βολβοειδής η βολβοειδής το βολβοειδές
      γενική του βολβοειδούς* της βολβοειδούς του βολβοειδούς
    αιτιατική τον βολβοειδή τη βολβοειδή το βολβοειδές
     κλητική βολβοειδή(ς) βολβοειδής βολβοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βολβοειδείς οι βολβοειδείς τα βολβοειδή
      γενική των βολβοειδών των βολβοειδών των βολβοειδών
    αιτιατική τους βολβοειδείς τις βολβοειδείς τα βολβοειδή
     κλητική βολβοειδείς βολβοειδείς βολβοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βολβοειδής < (ελληνιστική κοινή)

Επίθετο

[επεξεργασία]

βολβοειδής, -ής, -ές

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]