βορειοδυτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βορειοδυτικός η βορειοδυτική το βορειοδυτικό
      γενική του βορειοδυτικού της βορειοδυτικής του βορειοδυτικού
    αιτιατική τον βορειοδυτικό τη βορειοδυτική το βορειοδυτικό
     κλητική βορειοδυτικέ βορειοδυτική βορειοδυτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βορειοδυτικοί οι βορειοδυτικές τα βορειοδυτικά
      γενική των βορειοδυτικών των βορειοδυτικών των βορειοδυτικών
    αιτιατική τους βορειοδυτικούς τις βορειοδυτικές τα βορειοδυτικά
     κλητική βορειοδυτικοί βορειοδυτικές βορειοδυτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βορειοδυτικός < βορειο- + δυτικός

Επίθετο[επεξεργασία]

βορειοδυτικός, -ή, -ό

  1. που βρίσκεται προς το σημείο του ορίζοντα μεταξύ βορρά και δύσης
  2. που κοιτάει ή κατευθύνεται προς αυτό το σημείο του ορίζοντα
  3. που έρχεται από αυτό το σημείο του ορίζοντα
    βορειοδυτικός άνεμος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]