Μετάβαση στο περιεχόμενο

βουβάλιον

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Βουβάλιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ βουβάλιον τὰ βουβάλι
      γενική τοῦ βουβαλίου τῶν βουβαλίων
      δοτική τῷ βουβαλί τοῖς βουβαλίοις
    αιτιατική τὸ βουβάλιον τὰ βουβάλι
     κλητική ! βουβάλιον βουβάλι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βουβαλίω
γεν-δοτ τοῖν  βουβαλίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βουβάλιον (ελληνιστική κοινή) < βούβαλ(ος) + ιον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βουβάλιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. (φυτό, λαχανικό) είδος άγριου αγγουριού
  2. (κόσμημα) (στον πληθυντικό) είδος βραχιολιού

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]