βουβωνοκηλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βουβωνοκηλικός < ελληνιστική κοινή βουβωνοκηλικός < βουβωνοκήλ(η) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
βουβωνοκηλικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που έχει σχέση με την βουβωνοκήλη ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βουβωνοκηλικός
|