βραβεύσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βραβεύσιμος < βραβεύω
Επίθετο
[επεξεργασία]βραβεύσιμος, -η, -ο
- αυτός που αξίζει τη βράβευση
- η προσπάθειά του είναι βραβεύσιμη
- καμία μελέτη δεν κρίθηκε βραβεύσιμη
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βραβεύσιμος
|