βρεγματικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

βρεγματικό (με θαλασσί χρώμα)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βρεγματικό τα βρεγματικά
      γενική του βρεγματικού των βρεγματικών
    αιτιατική το βρεγματικό τα βρεγματικά
     κλητική βρεγματικό βρεγματικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βρεγματικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βρεγματικός < βρέγμα + -ικός < αρχαία ελληνική βρέγμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βρεγματικό ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

βρεγματικό