γαβαθάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Γαβαθάς, Γαβάθας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γαβαθάς οι γαβαθάδες
      γενική του γαβαθά των γαβαθάδων
    αιτιατική τον γαβαθά τους γαβαθάδες
     κλητική γαβαθά γαβαθάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γαβαθάς < γαβάθ(α) + -άς

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɣa.vaˈθas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γα‐βα‐θάς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γαβαθάς αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]