γαλακτοποιητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαλακτοποιητικός < γαλακτοποίηση + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
γαλακτοποιητικός, -ή, -ό
- που παίρνει μέρος στη γαλακτοποίηση ή έχει σχέση μ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις γαλακτοποιός, γάλα και ποιώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαλακτοποιητικός
|