γεφυρωτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γεφυρωτικός η γεφυρωτική το γεφυρωτικό
      γενική του γεφυρωτικού της γεφυρωτικής του γεφυρωτικού
    αιτιατική τον γεφυρωτικό τη γεφυρωτική το γεφυρωτικό
     κλητική γεφυρωτικέ γεφυρωτική γεφυρωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γεφυρωτικοί οι γεφυρωτικές τα γεφυρωτικά
      γενική των γεφυρωτικών των γεφυρωτικών των γεφυρωτικών
    αιτιατική τους γεφυρωτικούς τις γεφυρωτικές τα γεφυρωτικά
     κλητική γεφυρωτικοί γεφυρωτικές γεφυρωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γεφυρωτικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

γεφυρωτικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]