γεωτοπίο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γεωτοπίο | τα | γεωτοπία |
γενική | του | γεωτοπίου | των | γεωτοπίων |
αιτιατική | το | γεωτοπίο | τα | γεωτοπία |
κλητική | γεωτοπίο | γεωτοπία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γεωτοπίο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική geotope < αρχαία ελληνική γεω- + τόπος > τοπίο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γεωτοπίο ουδέτερο
- (λόγιο, γεωλογία, οικολογία) τοπίο με κάποιο ιδιαίτερο γεωλογικό χαρακτηριστικό (που ενδιαφέρει τόσο τους τουρίστες όσο και τους γεωλόγους)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γεωτοπίο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα γεω- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Οικολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)