γιαβάσικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γιαβάσικος η γιαβάσικη το γιαβάσικο
      γενική του γιαβάσικου της γιαβάσικης του γιαβάσικου
    αιτιατική τον γιαβάσικο τη γιαβάσικη το γιαβάσικο
     κλητική γιαβάσικε γιαβάσικη γιαβάσικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γιαβάσικοι οι γιαβάσικες τα γιαβάσικα
      γενική των γιαβάσικων των γιαβάσικων των γιαβάσικων
    αιτιατική τους γιαβάσικους τις γιαβάσικες τα γιαβάσικα
     κλητική γιαβάσικοι γιαβάσικες γιαβάσικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γιαβάσικος < τουρκική yavaşlik

Επίθετο[επεξεργασία]

γιαβάσικος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]