γιγάντιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γιγάντιος < γιγαντιαίος αρχαία ελληνική γιγαντιαῖος
Επίθετο[επεξεργασία]
γιγάντιος
- άλλη μορφή του γιγαντιαίος (πιο κοντά στη δημοτική)
- γιγάντια προσπάθεια (αλλά γιγαντιαίων διαστάσεων)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γιγάντιος
|