γκαιμπελίσκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γκαιμπελίσκος οι γκαιμπελίσκοι
      γενική του γκαιμπελίσκου των γκαιμπελίσκων
    αιτιατική τον γκαιμπελίσκο τους γκαιμπελίσκους
     κλητική γκαιμπελίσκε γκαιμπελίσκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκαιμπελίσκος < Γκαίμπελς + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος < γερμανική Πάουλ Γιόζεφ Γκαίμπελς (Paul Joseph Goebbels: υπουργός προπαγάνδας της ναζιστικής Γερμανίας)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γκαιμπελίσκος αρσενικό

  • (πολιτική) υποτιμητικός χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε άνθρωπο που προπαγανδίζει μία γνώμη / άποψη / ιδέα με ύπουλα μέσα, χρησιμοποιώντας ψεύτικα στοιχεία και την τακτική της επανάληψης συνεχώς των ίδιων πραγμάτων, για να πείσει όλο και περισσότερους (έχει αποδοθεί στον Γκαίμπελς η χρήση της τακτικής: «πες, πες, κάτι θα μείνει»)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]