γνωσιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γνωσιακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη γνώση ή αναφέρεται σ' αυτήν
- Η ανακάλυψη υποδηλώνει ότι τα βιβλία που διαβάζουμε μας επηρεάζουν βαθύτερα από ό,τι ίσως νομίζαμε και ενδεχομένως ενισχύουν τις γνωσιακές μας ικανότητες. (*)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- γνωσιακή επιστήμη
- αγγλικά: cognitive science
- γνωσιακή ψυχολογία
- αγγλικά: cognitive psychology