Μετάβαση στο περιεχόμενο

γομάρι

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γομάρι τα γομάρια
      γενική του γομαριού των γομαριών
    αιτιατική το γομάρι τα γομάρια
     κλητική γομάρι γομάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γομάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γομάρι(ν) < ελληνιστική κοινή γομάριον < αρχαία ελληνική γόμος[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γομάρι ουδέτερο

  1. φορτίο που μεταφέρεται από ζώο
    • μέτρο σταθερού τέτοιου φορτίου
      κουβάλησε πέντε γομάρια ξύλα
  2. (κατ’ επέκταση) γάιδαρος, φορτηγό ζώο
  3. (υβριστικά, για άνθρωπο αγενή)
    Είσαι ένα γομάρι και μισό
    Ρε γομάρια!
    • αγενής προσδιορισμός ευτραφούς ανδρός
      Έπεσε πάνω μου ένα γομάρι

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]