γονοχωριστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γονοχωριστικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
γονοχωριστικός
- χαρακτηρισμός για ζωικό είδος που έχει διακριτά αρσενικά και θηλυκά άτομα, δηλαδή άτομα που το γεννητικό τους σύστημα παράγει αποκλειστικά σπερματοζωάρια και άλλα που το γεννητικό τους σύστημα παράγει αποκλειστικά ωάρια
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γονοχωριστικός
|