γονοχωριστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γονοχωριστικός η γονοχωριστική το γονοχωριστικό
      γενική του γονοχωριστικού της γονοχωριστικής του γονοχωριστικού
    αιτιατική τον γονοχωριστικό τη γονοχωριστική το γονοχωριστικό
     κλητική γονοχωριστικέ γονοχωριστική γονοχωριστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γονοχωριστικοί οι γονοχωριστικές τα γονοχωριστικά
      γενική των γονοχωριστικών των γονοχωριστικών των γονοχωριστικών
    αιτιατική τους γονοχωριστικούς τις γονοχωριστικές τα γονοχωριστικά
     κλητική γονοχωριστικοί γονοχωριστικές γονοχωριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γονοχωριστικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

γονοχωριστικός

  • χαρακτηρισμός για ζωικό είδος που έχει διακριτά αρσενικά και θηλυκά άτομα, δηλαδή άτομα που το γεννητικό τους σύστημα παράγει αποκλειστικά σπερματοζωάρια και άλλα που το γεννητικό τους σύστημα παράγει αποκλειστικά ωάρια

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]