γραμματοσυλλέκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γραμματοσυλλέκτης αρσενικό (θηλυκό: γραμματοσυλλέκτρια)
- (επάγγελμα) που συλλέγει τα γράμματα / επιστολές (από γραμματοκιβώτια ή αλλού)
- (καταχρηστικά) αντί του γραμματοσημοσυλλέκτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γραμματοσυλλέκτης
|