δίκογχος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δίκογχος | η | δίκογχη | το | δίκογχο |
| γενική | του | δίκογχου | της | δίκογχης | του | δίκογχου |
| αιτιατική | τον | δίκογχο | τη | δίκογχη | το | δίκογχο |
| κλητική | δίκογχε | δίκογχη | δίκογχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δίκογχοι | οι | δίκογχες | τα | δίκογχα |
| γενική | των | δίκογχων | των | δίκογχων | των | δίκογχων |
| αιτιατική | τους | δίκογχους | τις | δίκογχες | τα | δίκογχα |
| κλητική | δίκογχοι | δίκογχες | δίκογχα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]δίκογχος
- (αρχιτεκτονική, χριστιανισμός) που έχει δύο κόγχες
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κόγχη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δίκογχος
|
|