δεδομενικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
δεδομενικός
- που έχει σχέση με δεδομένα ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- δεδομενικότητα
- → δείτε τη λέξη δίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δεδομενικός
|