δεικτοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δεικτοποιημένος < δείκτ(ης) + -ο- + -ποιημένος
Επίθετο[επεξεργασία]
δεικτοποιημένος
- που είναι συνδεμένος με κάποιο δείκτη
- δεικτοποιημένα αμοιβαία κεφάλαια
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δεικτοποιημένος
|