δελτάριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δελτάριο | τα | δελτάρια |
γενική | του | δελτάριου & δελταρίου |
των | δελτάριων & δελταρίων |
αιτιατική | το | δελτάριο | τα | δελτάρια |
κλητική | δελτάριο | δελτάρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δελτάριο < (καθαρεύουσα) δελτάριον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δελτάριον (< δέλτος).[1] Μορφολογικά αναλύεται σε δελτ(ίο) + -άριο.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δελτάριο ουδέτερο
- (γενικότερα) χαρτονένια κάρτα
- (ειδικότερα) ταχυδρομική κάρτα, καρτ ποστάλ
- ταχυδρομικό δελτάριο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ δελτάριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άριο (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)