διαβατηριακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαβατηριακός < διαβατήριο + -ακός
Επίθετο
[επεξεργασία]διαβατηριακός
- που έχει σχέση με το διαβατήριο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτό
- ※ Επαναλειτουργεί από φέτος ο διαβατηριακός έλεγχος εισόδου—εξόδου στον λιμένα της Αγίας Μαρίνας στη Λέρο. (www.ertnews.gr, 03.05.2022)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαβατηριακός
|