διακατευθυντικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
διακατευθυντικός
- που κατευθύνει ανάμεσα από κάτι
- μετατοπιζόμενος σε πάνω από μία διάσταση
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διακατευθυντικός
|