διακατευθυντικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διακατευθυντικός η διακατευθυντική το διακατευθυντικό
      γενική του διακατευθυντικού της διακατευθυντικής του διακατευθυντικού
    αιτιατική τον διακατευθυντικό τη διακατευθυντική το διακατευθυντικό
     κλητική διακατευθυντικέ διακατευθυντική διακατευθυντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διακατευθυντικοί οι διακατευθυντικές τα διακατευθυντικά
      γενική των διακατευθυντικών των διακατευθυντικών των διακατευθυντικών
    αιτιατική τους διακατευθυντικούς τις διακατευθυντικές τα διακατευθυντικά
     κλητική διακατευθυντικοί διακατευθυντικές διακατευθυντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διακατευθυντικός < διά + κατευθύνω + -τικός

Επίθετο[επεξεργασία]

διακατευθυντικός

  1. που κατευθύνει ανάμεσα από κάτι
  2. μετατοπιζόμενος σε πάνω από μία διάσταση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]