διαλευκαντικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαλευκαντικός < διαλευκαίνω + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
διαλευκαντικός
- που έχει σχέση με τη διαλεύκανση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις διαλευκαίνω, λευκαίνω και λευκός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαλευκαντικός
|