Μετάβαση στο περιεχόμενο

διαποτίζω

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: εμποτίζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διαποτίζω < μεσαιωνική ελληνική διαποτίζω < δια- + ποτίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική imbiber)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ði̯a.poˈti.zo/ & /ðʝa.poˈti.zo/

διαποτίζω (παθητική φωνή: διαποτίζομαι)

  1. (για υγρά) μουσκεύω τα εσώτερα στρώματα ενός υλικού ή αντικειμένου, το διαπερνώ
     συνώνυμα: διαβρέχω
  2. (μεταφορικά) επηρεάζω ουσιαστικά και έντονα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]