διαρκέστερος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαρκέστερος η διαρκέστερη το διαρκέστερο
      γενική του διαρκέστερου της διαρκέστερης του διαρκέστερου
    αιτιατική τον διαρκέστερο τη διαρκέστερη το διαρκέστερο
     κλητική διαρκέστερε διαρκέστερη διαρκέστερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαρκέστεροι οι διαρκέστερες τα διαρκέστερα
      γενική των διαρκέστερων των διαρκέστερων των διαρκέστερων
    αιτιατική τους διαρκέστερους τις διαρκέστερες τα διαρκέστερα
     κλητική διαρκέστεροι διαρκέστερες διαρκέστερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

διαρκέστερος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]