διασυνδεσιμότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διασυνδεσιμότητα οι διασυνδεσιμότητες
      γενική της διασυνδεσιμότητας των διασυνδεσιμοτήτων
    αιτιατική τη διασυνδεσιμότητα τις διασυνδεσιμότητες
     κλητική διασυνδεσιμότητα διασυνδεσιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διασυνδεσιμότητα < δια- + συνδεσιμότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interconnectedness)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διασυνδεσιμότητα θηλυκό

  1. (νεολογισμός) η σύνδεση δύο (πραγμάτων, οντοτήτων κ.λπ.) μεταξύ τους μέσω άλλου
  2. (νεολογισμός, πληροφορική) το να υπάρχουν σε ένα λήμμα ενεργές λέξειςσύνδεσμοι με άλλα λήμματα που επίσης παρέχουν την ίδια δυνατότητα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]