διατεταρτημοριακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διατεταρτημοριακός < δια- + τεταρτημοριακός < τεταρτημόριο
Επίθετο[επεξεργασία]
διατεταρτημοριακός
- που γίνεται ανάμεσα σε κάποια ή όλα τα τεταρτημόρια, αναφέρεται σ’ αυτά ή τα αφορά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις τεταρτημόριο, τέταρτος και μόριο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διατεταρτημοριακός