διαφραγματοκήλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαφραγματοκήλη | οι | διαφραγματοκήλες |
γενική | της | διαφραγματοκήλης | — | |
αιτιατική | τη | διαφραγματοκήλη | τις | διαφραγματοκήλες |
κλητική | διαφραγματοκήλη | διαφραγματοκήλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαφραγματοκήλη θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαφραγματοκήλη