διορθωτής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διορθωτής οι διορθωτές
      γενική του διορθωτή των διορθωτών
    αιτιατική τον διορθωτή τους διορθωτές
     κλητική διορθωτή διορθωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διορθωτής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διορθωτής αρσενικό (θηλυκό: διορθώτρια)

  1. κάποιος που διορθώνει κάτι
  2. (ειδικότερα, επάγγελμα) το άτομο που ασχολείται με την ορθογραφική και συντακτική διόρθωση δοκιμίων πριν την εκτύπωση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]