Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Ειδικές σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Νέα ελληνικά (el)
Εναλλαγή
Νέα ελληνικά (el)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
διπλωματούχος
Προσθήκη γλωσσών
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Νέα ελληνικά (el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διπλωματούχ
ος
η
διπλωματούχ
ος
&
διπλωματούχ
α
το
διπλωματούχ
ο
γενική
του
διπλωματούχ
ου
της
διπλωματούχ
ου
&
διπλωματούχ
ας
του
διπλωματούχ
ου
αιτιατική
τον
διπλωματούχ
ο
τη
διπλωματούχ
ο
&
διπλωματούχ
α
το
διπλωματούχ
ο
κλητική
διπλωματούχ
ε
διπλωματούχ
ε
&
διπλωματούχ
α
διπλωματούχ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διπλωματούχ
οι
οι
διπλωματούχ
οι
&
διπλωματούχ
ες
τα
διπλωματούχ
α
γενική
των
διπλωματούχ
ων
των
διπλωματούχ
ων
των
διπλωματούχ
ων
αιτιατική
τους
διπλωματούχ
ους
τις
διπλωματούχ
ους
&
διπλωματούχ
ες
τα
διπλωματούχ
α
κλητική
διπλωματούχ
οι
διπλωματούχ
οι
&
διπλωματούχ
ες
διπλωματούχ
α
ομάδα '-ος -ος -ο & -α'
,
Κατηγορία
όπως «
ζημιογόνος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
διπλωματούχος
<
διπλώματ(ος)
+
-ούχος
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
διπλωματούχος
, -ος/-α, -ο
κάτοχος
ενός
διπλώματος
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
διπλωματούχος
γαλλικά
:
diplomé
(fr)
Κατηγορίες
:
Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ος -ος -ο & -α' (νέα ελληνικά)
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ζημιογόνος' (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ούχος (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
διπλωματούχος
Προσθήκη γλωσσών
Προσθήκη θέματος